Προκειμένου να κατανοήσουμε ποιοί είναι οι επικίνδυνοι παράγοντες και να μπορέσουμε να καθορίσουμε εάν ένα άτομο έχει εκτεθεί σε κάποιον κίνδυνο, πρέπει πρώτα από όλα να ξεκαθαρίσουμε ότι είναι απαραίτητη η ταυτόχρονη συνύπαρξη των ακόλουθων παραγόντων ώστε να υπάρξει μετάδοση του ιού.
• Πρώτον, ο ιός πρέπει να μπορέσει να εισχωρήσει στο σώμα.
• Δεύτερον, πρέπει να υπάρχει μια σημαντική ποσότητα ιού κατά την επαφή.
• Τρίτον, εκτός από ποσότητα ο ιός πρέπει να είναι και συγκεκριμένης ποιότητας.
Ενώ το αίμα δεν είναι το μόνο υγρό του σώματος που μπορεί να περιέχει το ιό της Ηπατίτιδας C, στο αίμα είναι που συναντάται ο ιός σε μεγαλύτερη συγκέντρωση και εξαιτίας αυτού μια μικρή ποσότητα αίματος είναι αρκετή για τον ιό ώστε να προκαλέσει μόλυνση. Επίσης ο ιός μπορεί να επιβιώσει στο στεγνό αίμα πάνω σε μια οποιαδήποτε επιφάνεια και σε θερμοκρασίες δωματίου για χρονικό διάστημα από περίπου 16 ώρες μέχρι και 4 μέρες. Παρόλα αυτά, μπορεί να επιβιώσει για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα σε ένα οριοθετημένο περιβάλλον όπως για παράδειγμα μέσα σε μια σύριγγα.
Οι παραπάνω τρείς παράγοντες επικινδυνότητας αποτελούν την βάση ώστε να μπορέσουμε να αξιολογήσουμε τον κίνδυνο μόλυνσης από τον ιό της Ηπατίτιδας C. Επίσης πρέπει να συνυπολογίσουμε την συχνότητα με την οποία το άτομο έχει εκτεθεί στον ιό. Μια και μοναδική επαφή με μια μολυσμένη σύριγγα αρκεί ώστε να μεταδοθεί ο ιός μέσα από αυτήν την οδό μετάδοσης, ενώ μία μόνο σεξουαλική επαφή χωρίς προφύλαξη με μολυσμένο παρτενέρ είναι πολύ πιο δύσκολο να καταστεί δίοδος μετάδοσης.
Επειδή η μετάδοση της Ηπατίτιδα Cαποδίδεται κατά κύριο λόγο στην ανταλλαγή συριγγών, η ασθένεια θεωρείται ως μια ασθένεια που προσβάλλει κυρίως άτομα εξαρτημένα από ενδοφλέβια χρήση ουσιών. Στην πραγματικότητα υπάρχουν πολλαπλοί τρόποι που θα μπορούσε κάποιος να μολυνθεί από την ασθένεια. Παρόλα ταύτα υπάρχουν μαρτυρίες ανθρώπων που έχουν προσβληθεί από τη λοίμωξη και οι οποίοι δεν εκτέθηκαν ποτέ σε κάποιον από τους γνωστούς παράγοντες επικινδυνότητας.
Προκειμένου να μπορέσει κάποιος να καταλάβει εάν έχει εκτεθεί στον ιό της Ηπατίτιδας C, αυτό που μπορεί να κάνει είναι να διερωτηθεί εάν και πόσες φορές έχει εκτεθεί σε κάποιον από τους γνωστούς τρόπους μετάδοσης. Παρόλο που είναι εύκολο να δώσουμε χαρακτηρισμούς υψηλής ή χαμηλής επικινδυνότητας στους τρόπους μετάδοσης, αυτό που πρέπει να αναλογιστούμε και να έχουμε υπόψη μας είναι ότι οι εν λόγω χαρακτηρισμοί δεν είναι πάντα ακριβείς μιας και υπάρχουν πολλαπλοί μη μετρήσιμοι παράγοντες από τους οποίους εξαρτάται το αν θα ονομάσουμε έναν παράγοντα υψηλής ή χαμηλής επικινδυνότητας.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι κουρευτικές μηχανές που χρησιμοποιούν τα κομμωτήρια. Από μόνες τους αποτελούν τρόπο μετάδοσης της ηπατίτιδας Cαλλά για να χαρακτηριστούν επικίνδυνοι παράγοντες πρέπει να υπολογίσουμε πόσες φορές καθαρίζονται αυτές οι μηχανές, σε πόσους πελάτες χρησιμοποιούνται, πως χρησιμοποιούνται και πολλούς άλλους παράγοντες.