Liz Highleyman
Ημερομηνία δημοσίευσης:19 Σεπτεμβρίου 2013
Καταρτίστηκε σε συνεργασία με την ιστοσελίδα hivandhepatitis.com
Η αποτελεσματική θεραπεία με βάση την ιντερφερόνη που προκαλεί παρατεταμένη ιολογική ανταπόκριση οδήγησε σε σημαντικές μειώσεις της ηπατικής ανεπάρκειας, της εξέλιξης της νόσου του ιού HIV καθώς και της συνολικής θνησιμότητας όσο και της θνησιμότητας που σχετίζεται με το ήπαρ στους ασθενείς που πάσχουν από συλλοίμωξη HIV και ηπατίτιδας C, σύμφωνα με μια παρουσίαση στο 53ο Διεπιστημονικό Συνέδριο για τους Αντιμικροβιακούς Παράγοντες και τη Χημειοθεραπεία την περασμένη εβδομάδα στο Ντένβερ.
Με την πάροδο των ετών ή των δεκαετιών, η χρόνια ηπατίτιδα C μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρή ηπατική νόσο συμπεριλαμβανομένης της κίρρωσης και του ηπατοκυτταρικού καρκινώματος, ενός τύπου καρκίνου του ήπατος. Οι ασθενείς που πάσχουν από HIV και ηπατίτιδα C (συλλοίμωξη) έχουν την τάση να βιώνουν ταχύτερη εξέλιξη της ηπατικής νόσου και να ανταποκρίνονται λιγότερο καλά στη θεραπεία με βάση την ιντερφερόνη απ΄ ό,τι οι ασθενείς που πάσχουν από ηπατίτιδα C μόνο. Οι ασθενείς χωρίς HIV που πάσχουν από ηπατίτιδα C συνήθως δεν λαμβάνουν θεραπεία αν έχουν ήπια έως μέτρια ηπατική νόσο, αλλά οι ασθενείς με συλλοίμωξη ενδέχεται να ωφεληθούν από την έγκαιρη θεραπεία λόγω του κινδύνου εκδήλωσης πιο επιθετικής νόσου.
Ο Juan Berenguer από το Νοσοκομείο Gregorio Maranon και συνάδελφοι ερευνητές της μελέτης της ομάδας GESIDA 3603 των ασθενών με συλλοίμωξη HIV και ηπατίτιδας C εξέτασαν τα αποτελέσματα της επιτυχούς θεραπείας με ιντερφερόνη στην εξέλιξη της ηπατικής νόσου και στα επίπεδα θανάτου των ασθενών με συλλοίμωξη HIV και ηπατίτιδας C που δεν είχαν προχωρημένη ηπατική ίνωση κατά την έναρξη της θεραπείας.
Γλωσσάριο
Αντιικό φάρμακο άμεσης δράσης (ΑΦΑΔ)
Παροδική ελαστογραφία (ΠΕ)
Ηπατοκυτταρικό καρκίνωμα (ΗΚ)
Παρατεταμένη ιολογική ανταπόκριση (ΠΙΑ)
Τ-κύτταρο
Οι ερευνητές επεσήμαναν ως γενικό πλαίσιο της μελέτης ότι ενώ τα κλινικά οφέλη της παρατεταμένης ιολογικής ανταπόκρισης (ΠΙΑ), ή του συνεχούς μη ανιχνεύσιμου ιικού φορτίου κατά τη 12η ή 24η εβδομάδα μετά την ολοκλήρωση της θεραπείας έλαβαν θετικούς χαρακτηρισμούς για τους ασθενείς με συλλοίμωξη που έχουν προχωρημένη ηπατική νόσο, τα αποτελέσματα για τους ασθενείς με συλλοίμωξη που έχουν ηπιότερη ηπατική βλάβη κατέστησαν πιο δυσνόητα.
Αυτή η ανάλυση περιελάμβανε 695 συμμετέχοντες στην ομάδα GESIDA 3603, μια ομάδα ανθρώπων με συλλοίμωξη που λαμβάνουν φροντίδα σε 19 κλινικά κέντρα στην Ισπανία, οι οποίοι ξεκίνησαν θεραπεία με συμβατική ή πεγκυλιωμένη ιντερφερόνη και ριμπαβιρίνη μεταξύ Ιανουαρίου 2000 και Ιανουαρίου 2008.
Περίπου τα τρία τέταρτα των συμμετεχόντων ήταν άνδρες, οι περισσότεροι ήταν λευκοί, η μέση ηλικία ήταν τα 40 έτη και πάνω από το 80% είχαν ιστορικό χρήσης ενέσιμων ναρκωτικών. Η διάμεση τιμή των CD4 Τ-κυττάρων ήταν υψηλή, στα 546 κύτταρα ανά mm3, αλλά το 20% είχαν ιστορικό του ιού του AIDS (Νόσος κατηγορίας Γ στην κατάταξη του Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων των ΗΠΑ).
Τα δύο τρίτα των συμμετεχόντων έπασχαν από δύσκολα θεραπευόμενους γονότυπους 1 ή 4 της ηπατίτιδας C και οι υπόλοιποι από γονότυπους 2 ή 3. Οι βιοψίες ήπατος πριν από τη θεραπεία κατέδειξαν ότι το 11% δεν είχαν ίνωση (Στάδιο Metavir F0), το 42% είχαν ήπια ίνωση (F1) και το 47% είχαν μέτρια ίνωση (F2). Οι ασθενείς με υπερνίκηση της ίνωσης (F3) ή κίρρωση (F4) δεν συμπεριλήφθηκαν σε αυτή την ανάλυση.
Οι ερευνητές εξέτασαν διάφορες εκβάσεις σχετικά με το ήπαρ όπως η ηπατική ανεπάρκεια (αδυναμία εκτέλεσης κρίσιμων λειτουργιών), το ηπατοκυτταρικό καρκίνωμα, η μεταμόσχευση ήπατος, το θάνατο που οφείλεται σε ασθένεια του ήπατος και τη θνησιμότητα ανεξαρτήτως αιτίου. Διενεργήθηκαν αξιολογήσεις της ηπατικής βλάβης μέσω της χρήσης βιοψιών και της παροδικής ελαστογραφίας (FibroScan), μιας μη επεμβατικής μεθόδου που χρησιμοποιεί ηχητικά κύματα για τη μέτρηση της ακαμψίας του ήπατος.
Συνολικά, το 35% των συμμετεχόντων της μελέτης πέτυχαν παρατεταμένη ανταπόκριση. Οι παράγοντες που σχετίζονται σημαντικά με τη μεγαλύτερη πιθανότητα παρατεταμένης ιολογικής ανταπόκρισης περιλάμβαναν τους γονότυπους 2 ή 3 της ηπατίτιδας C έναντι των γονότυπων 1 ή 4 (λόγος πιθανοτήτων [Λ.Π.] 4.24), το ιικό φορτίο της ηπατίτιδας C πριν από τη θεραπεία <500.000 IU/ml (Λ.Π. 1.88) και τη μέτρια κατανάλωση αλκοόλ (<50 g/ημέρα, Λ.Π. 4.04). Τα αποτελέσματα της ακαμψίας του ήπατος μειώθηκαν σημαντικά μετά από θεραπεία στους ασθενείς που πέτυχαν παρατεταμένη ιολογική ανταπόκριση. Πάνω από μια μέση περίοδο παρακολούθησης 59 μηνών, τα ποσοστά εμφάνισης συμβάντων στους ασθενείς με και χωρίς παρατεταμένη ιολογική ανταπόκριση ήταν ως εξής: • Μη αντιρροπούμενη ηπατική νόσος: 0,26 έναντι 0,84 ανά 100 άτομα-έτη •Ηπατοκυτταρικό καρκίνωμα: 0.13 έναντι 0 ανά 100 άτομα-έτη • Θνησιμότητα που σχετίζεται με το ήπαρ: 0 έναντι 0,09 ανά 100 άτομα-έτη • Θνησιμότητα ανεξαρτήτως αιτίου: 0,39 έναντι 0,63 ανά 100 άτομα-έτη • Εξέλιξη σε ιό του AIDS: 0,13 έναντι 0,55 ανά 100 άτομα-έτη. Οι συμμετέχοντες που πέτυχαν παρατεταμένη ιολογική ανταπόκριση ήταν σημαντικά λιγότερο πιθανό από τους μη ανταποκρινόμενους συμμετέχοντες να εμφανίσουν μη αντιρροπούμενη ηπατική νόσο (1,1 έναντι 6,2%, π. =.010) και όλα τα συμβάντα που σχετίζονται με το ήπαρ (π. <0,001). Οι επιτυχώς θεραπευόμενοι ασθενείς ήταν επίσης λιγότερο πιθανό να εμφανίσουν εξέλιξη της νόσου του HIV σε AIDS (0,7 έναντι 3,3%, π.<0.05). Οι ασθενείς με παρατεταμένη ανταπόκριση διαπιστώθηκε ότι είχαν σημαντικά χαμηλότερη θνησιμότητα οφειλόμενη στο ήπαρ (0,4 έναντι 2,6%, π. = 0,024) και συνολική θνησιμότητα (1,5 έναντι 5,2%, π.=0,010). Ωστόσο, όταν τα αποτελέσματα αναλύθηκαν κατά το στάδιο της ηπατικής νόσου πριν από τη θεραπεία, οι διαφορές στα αποτελέσματα (εκτός του AIDS) παρέμειναν σημαντικές μόνο για τους ασθενείς με μέτρια ίνωση (F2) και όχι για εκείνους με μηδενική ή ήπια ίνωση (F0-F1). «Η εξάλειψη της ηπατίτιδας C στους ασθενείς με συλλοίμωξη HIV και ηπατίτιδας C με μη προχωρημένη ηπατική ίνωση (F0 έως F2), και, πιο συγκεκριμένα, με μέτρια στάδια ηπατικής ίνωσης (F2), συνδέεται με τη μείωση του κινδύνου θνησιμότητας και των περιστατικών που σχετίζονται με το ήπαρ», συμπεραίνουν οι ερευνητές. «Τα συγκεκριμένα πορίσματα αποτελούν έναν ισχυρό λόγο για τη σοβαρή εξέταση της θεραπείας της ηπατίτιδας C σε αυτή την ομάδα του πληθυσμού, ιδίως της θεραπείας με βάση τα πιο πρόσφατα και πιο αποτελεσματικά, άμεσα αντιικά φάρμακα», πρόσθεσαν οι ερευνητές. Μετά την παρουσίαση, ο Joseph Eron επεσήμανε ότι ο αριθμός των ατόμων με συγκεκριμένα στάδια ίνωσης ήταν μικρός, οπότε δεν μπορούμε να υποθέσουμε ότι η θεραπεία δεν προσέφερε κανένα όφελος στα άτομα με λιγότερο προχωρημένη ηπατική νόσο. Ο Δρ Berenguer συμφώνησε, δηλώνοντας: «Νομίζω ότι αν τους παρακολουθούσαμε για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, θα διαπιστώναμε ότι ακόμη και οι ασθενείς με ήπια ίνωση θα μπορούσαν να επωφεληθούν από τα οφέλη της θεραπείας.» Οι Berenguer και Jose Miro από το Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης, οι οποίοι συζήτησαν για τη μεταμόσχευση ήπατος στην ίδια συνεδρίαση, αναγνώρισαν και οι δύο ότι οι παρουσιάσεις τους ήταν σε μεγάλο βαθμό θεωρητικές λόγω της έλευσης νέων αποτελεσματικών αντιικών φαρμάκων άμεσης δράσης κατά της ηπατίτιδας C. Η διπλή θεραπεία με ιντερφερόνη/ριμπαβιρίνη θεραπεύει περίπου μόνο το ήμισυ των ασθενών με γονότυπο 1 της ηπατίτιδας C – και ακόμη λιγότερους ασθενείς με τον ιό του HIV – που έχουν λάβει δύσκολα ανεκτή θεραπεία διάρκειας ενός έτους. Αυτή η θεραπεία έχει προς το παρόν αντικατασταθεί από την τριπλή θεραπεία με πρόσθετους αναστολείς της πρωτεάσης της ηπατίτιδας C, αποφέροντας ποσοστά θεραπείας έως περίπου 75%, ακόμη και για τους ασθενείς με συλλοίμωξη. Τα αντιικά φάρμακα επόμενης γενιά που βρίσκονται, επί του παρόντος, υπό μελέτη, τα οποία αρχικά θα χρησιμοποιηθούν ως επιπρόσθετη θεραπεία ιντερφερόνης και τελικά σε από του στόματος χορηγούμενα θεραπευτικά σχήματα, υπόσχονται να αποφέρουν ποσοστά παρατεταμένης ιολογικής ανταπόκρισης εύρους 80 έως 100% με συντομότερους, καλύτερα ανεκτούς κύκλους θεραπείας. Χωρίς τα μειονεκτήματα της ετήσιας θεραπείας, τις δυνητικά σοβαρές παρενέργειες και τα υποβέλτιστα ποσοστά ανταπόκρισης, τα άτομα με συλλοίμωξη HIV και ηπατίτιδας C θα έχουν περισσότερα κίνητρα για να υποβληθούν σε θεραπεία που μειώνει μακροπρόθεσμα τον κίνδυνο της ηπατικής ανεπάρκειας και του θανάτου. Παραπομπή Berenguer J και αλ. «Η εξάλειψη της ηπατίτιδας C μειώνει την ηπατική ανεπάρκεια, την εξέλιξη του ιού HIV και του θανάτου σε ασθενείς με συλλοίμωξη HIV και ηπατίτιδας C με μη προχωρημένη ηπατική ίνωση. 53ο Διεπιστημονικό Συνέδριο για τους Αντιμικροβιακούς Παράγοντες και τη Χημειοθεραπεία, Ντένβερ, απόσπασμα H-1572, 2013. Ανατρέξτε στην περίληψη στην ιστοσελίδα του Διεπιστημονικού Συνεδρίου για τους Αντιμικροβιακούς Παράγοντες και τη Χημειοθεραπεία (ICAAC)