Ιάπωνες ερευνητές ανέφεραν στο συνέδριο IDWeek 2013 που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα στο Σαν Φρανσίσκο ότι η θεραπεία με βάση την ιντερφερόνη σε συνδυασμό με τελαπρεβίρη (Incivo ή Incivek) παρείχε παρόμοιο ποσοστό θεραπείας χωρίς καμία αξιοσημείωτη αύξηση των παρενεργειών ή διακοπή της θεραπείας στους ασθενείς με γονότυπο 1 που πάσχουν από χρόνια ηπατίτιδα C ηλικίας άνω των 60 ετών.
Η έλευση των αντι-ιικών φαρμάκων άμεσης δράσης οδήγησε σε μια νέα εποχή θεραπείας για την ηπατίτιδα C. Ενώ αυτά τα νέα φάρμακα θα χρησιμοποιηθούν τελικά σε όλα τα από του στόματος θεραπευτικά σχήματα, πρώτα θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν ως πρόσθετα στις θεραπείες πεγκυλιωμένης ιντερφερόνης και ριμπαβιρίνης. Το τριπλό θεραπευτικό σχήμα αυξάνει τα ποσοστά ανταπόκρισης και μπορεί να συντομεύσει τη θεραπεία, αλλά οι αναστολείς πρώτης γενιάς της πρωτεάσης του ιού της ηπατίτιδας C μπορούν, επίσης, να επιδεινώσουν τις παρενέργειες.
Ο Norihiro Furusyo και οι συνεργάτες του από το Νοσοκομείο Kyushu University της Φουκουόκα διεξήγαγαν μια προοπτική πολυκεντρική μελέτη για την αξιολόγηση της ασφάλειας και της αποτελεσματικότητας της τριπλής θεραπείας με τελαπρεβίρη για τους ηλικιωμένους ασθενείς με χρόνια ηπατίτιδα C.
Οι ερευνητές έχουν αναφέρει στο παρελθόν ότι οι ηλικιωμένοι ασθενείς που έλαβαν θεραπεία μόνο με πεγκυλιωμένη ιντερφερόνη και ριμπαβιρίνη, είχαν σημαντικά χαμηλότερα ποσοστά παρατεταμένης ιολογικής ανταπόκρισης (ΠΙΑ, που λαμβάνεται υπόψη ως θεραπεία) και μεγαλύτερη πιθανότητα πρόωρης διακοπής της θεραπείας λόγω ανεπιθύμητων ενεργειών σε σύγκριση με τους νεότερους ασθενείς. Στο σημείο αυτό, προσπάθησαν να προσδιορίσουν αν αυτό συμβαίνει επίσης και στην περίπτωση της χορήγησης τριπλής θεραπείας με βάση την ιντερφερόνη. Επιπλέον, επεσήμαναν ότι οι μελέτες για την τελαπρεβίρη έχουν καταδείξει μέχρι σήμερα ότι υπάρχει συσχέτιση μεταξύ της ηλικίας και των ιολογικών αποτελεσμάτων.
Στη συγκεκριμένη προοπτική μελέτη υποομάδων συμπεριλήφθηκαν 403 ασθενείς με γονότυπο 1 που πάσχουν από χρόνια ηπατίτιδα C και στους οποίους χορηγήθηκε θεραπεία σε 22 κέντρα. Η παρούσα ανάλυση περιορίστηκε σε 120 ασθενείς οι οποίοι τέθηκαν υπό παρακολούθηση μετά από τη θεραπεία για μια περίοδο 24 εβδομάδων και θα μπορούσαν να αξιολογηθούν για παρατεταμένη ιολογική ανταπόκριση (ΠΙΑ), ή για συνεχιζόμενο μη ανιχνεύσιμο HCV 24 εβδομάδες μετά την ολοκλήρωση της θεραπείας.
Οι συμμετέχοντες κατηγοριοποιήθηκαν σε δύο ομάδες: 56 ασθενείς ήταν ηλικίας 60 ετών ή νεότεροι (μέσος όρος ηλικίας ήταν τα 53 έτη), ενώ 64 ασθενείς ήταν ηλικίας άνω των 60 ετών (μέσος όρος ηλικίας ήταν τα 66 έτη). Σχεδόν τα δύο τρίτα της νέας ομάδας, αλλά μόνο το ένα τρίτο από την ομάδα των ηλικιωμένων, ήταν άνδρες. Τα επίπεδα του αρχικού ιικού φορτίου της ηπατίτιδας C και της αλανίνης και της ασπαρτικής αμινοτρανσφεράσης (ALT και AST) ήταν παρόμοια και στις δύο ομάδες, ωστόσο, στους ηλικιωμένους ασθενείς παρατηρήθηκαν χαμηλότερα επίπεδα αιμοσφαιρίνης και αιμοπεταλίων καθώς και ανεπαρκή λειτουργία των νεφρών.
Μεταξύ των ασθενών μικρότερης ηλικίας, στα δύο τρίτα διαπιστώθηκε μηδενική έως μέτρια ηπατική ίνωση (στάδιο F0 έως F2), ενώ το ένα τρίτο είχε προχωρημένη ίνωση ή κίρρωση (F3 έως F4). Στην ομάδα των ηλικιωμένων, οι ασθενείς κατανεμήθηκαν ομοιόμορφα μεταξύ των σταδίων F0 έως F2 και F3 έως F4. Τα δύο τρίτα των νεότερων ασθενών και το 73% της ομάδας των ηλικιωμένων είχαν ευνοϊκή παραλλαγή του γονιδίου IL28B σε σχέση με την ανταπόκριση στην ιντερφερόνη.
Στη νεότερη ομάδα, το 27% των ασθενών δεν είχαν λάβει προηγούμενη θεραπεία, όπως ίσχυε για το 19% στην ομάδα των ηλικιωμένων. Το 52 και 55%, αντίστοιχα, υποτροπίασαν αφού έλαβαν προηγούμενη θεραπεία με βάση την ιντερφερόνη ενώ το 20 και 22%, αντίστοιχα, δεν ανταποκρίθηκαν σε προηγούμενη θεραπεία.
Στους συμμετέχοντες χορηγήθηκε τελαπρεβίρη των 2250 mg/ημέρα συν πεγκυλιωμένη ιντερφερόνη άλφα 2b (PegIntron) σε δόσεις από 60 έως 150 mcg/εβδομάδα και ριμπαβιρίνη βάσει σωματικού βάρους των 600 έως 1000 mg/ημέρα για 12 εβδομάδες, ακολουθούμενη από μεμονωμένη δόση πεγκυλιωμένης ιντερφερόνης/ριμπαβιρίνης για 12 επιπλέον εβδομάδες.
Τα ποσοστά της ταχείας ιολογικής ανταπόκρισης (ΤΙΑ) ή του μη ανιχνεύσιμου HCV RNA την εβδομάδα 4, ανήλθαν στο 73% και στις δύο ηλικιακές ομάδες. Τα ποσοστά ανταπόκρισης στο τέλος της θεραπείας ήταν 88% στην ομάδα των ηλικιωμένων και 89% στην ομάδα των νεότερων.
Τα ποσοστά παρατεταμένης ιολογικής ανταπόκρισης μετά από 24 εβδομάδες μετά τη θεραπεία ήταν 77 και 84%, αντίστοιχα, χωρίς να σημειώνουν σημαντική διαφορά. Τα ποσοστά υποτροπής ήταν 13 και 6%, αντίστοιχα, τα οποία, επίσης, δεν παρουσίασαν στατιστικά σημαντική διαφορά.
Σε αμφότερες τις ομάδες, τα άτομα με το ευνοϊκό γονιδιακό πρότυπο IL28B είχαν σημαντικά υψηλότερα ποσοστά ανταπόκρισης από τους ασθενείς με δυσμενείς παραλλαγές. Σε μια πολυπαραγοντική ανάλυση, το ευνοϊκό γονιδιακό πρότυπο IL28B και η ταχεία ιολογική ανταπόκριση κατά την 4η εβδομάδα αποτέλεσαν ανεξάρτητους προγνωστικούς παράγοντες της παρατεταμένης ιολογικής ανταπόκρισης.
Επιπλέον, οι περιπτώσεις αλλαγής και διακοπής της θεραπείας ήταν σύνηθες φαινόμενο, με μόλις το 23% των ηλικιωμένων ασθενών και το 43% των νεότερων ασθενών να ολοκληρώνουν την πλήρη διάρκεια της θεραπείας με τουλάχιστον το 80% των προβλεπόμενων δόσεων ιντερφερόνης και ριμπαβιρίνης. Σε αμφότερες τις ηλικιακές ομάδες, το 13% διέκοψαν τη θεραπεία νωρίς.
Οι ερευνητές συμπεραίνουν ότι «Το τριπλό θεραπευτικό σχήμα με βάση την τελαπρεβίρη μπορεί να χρησιμοποιηθεί με επιτυχία και ασφάλεια στη θεραπεία των ηλικιωμένων ασθενών με χρόνια ηπατίτιδα C γονότυπου 1». Τέλος, διαπίστωσαν ότι «Ο γονότυπος IL28B και η πρώιμη ιολογική ανταπόκριση καταδεικνύουν θετικά αποτελέσματα στους συγκεκριμένους δύσκολα θεραπευόμενους ηλικιωμένους ασθενείς.»