Liz Highleyman
Ημερομηνία δημοσίευσης:
02 Σεπτεμβρίου 2013
Καταρτίστηκε σε συνεργασία με την ιστοσελίδα hivandhepatitis.com
Σχεδόν το ήμισυ των ατόμων με ηπατίτιδα C δεν υποβάλλονται σε εξέταση για τον ιό μέχρι να αναπτύξουν κλινικά σημάδια και συμπτώματα, όπως αυξημένα ηπατικά ένζυμα ή ίκτερο, σύμφωνα με αμερικανική μελέτη που περιγράφεται στην Εβδομαδιαία Έκθεση Νοσηρότητας και Θνησιμότητας της 16ης Αυγούστου 2013. Τα εν λόγω πορίσματα υποστηρίζουν τις αμερικάνικες κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με τις οποίες όλοι όσοι γεννήθηκαν μεταπολεμικά κατά τη διάρκεια του 1945-1965 πρέπει να υποβληθούν σε εξέταση, ανεξάρτητα από τους παράγοντες κινδύνου.
Με το πέρασμα των ετών ή των δεκαετιών, η χρόνια ηπατίτιδα C μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρή ηπατική νόσο συμπεριλαμβανομένης της κίρρωσης και του ηπατοκυτταρικού καρκινώματος. Από το 1998, το Αμερικανικό Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων συνέστησε στα άτομα με παραδοσιακούς παράγοντες κινδύνου, όπως η χρήση ενέσιμων ναρκωτικών, σε όσους έχουν λάβει μετάγγιση αίματος πριν από το 1992 ή έχουν εκτεθεί τυχαία σε χώρους παροχής υγειονομικής περίθαλψης, να υποβληθούν στην εξέταση της ηπατίτιδας C. Παρ ‘όλα αυτά, οι ειδικοί εκτιμούν ότι περισσότεροι από τους μισούς από τους περίπου τέσσερα εκατομμύρια ασθενείς με ηπατίτιδα C στις ΗΠΑ δεν γνωρίζουν ότι έχουν προσβληθεί από τον ιό.
Τον Αύγουστο του 2012, το Αμερικανικό Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων επικαιροποίησε τις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την εξέταση της ηπατίτιδας C προκειμένου να συστήσει σε όσους γεννήθηκαν μεταξύ 1945 και 1965 να υποβληθούν στην εξέταση της ηπατίτιδας C, τουλάχιστον μία φορά, ανεξάρτητα από τους παραδοσιακούς παράγοντες κινδύνου. Η αμερικανική Υπηρεσία Πρόληψης προέβη στην ίδια ενέργεια τον Ιούνιο του 2013.
Πολλές επιδημιολογικές μελέτες έχουν καταδείξει ότι η ηπατίτιδα C είναι η πιο κοινή ασθένεια σε όσους γεννήθηκαν μεταπολεμικά, οι οποίοι ενδέχεται να έχουν εμπλακεί σε επικίνδυνες συμπεριφορές πριν από πολλά χρόνια.
Ο Stephen Ko της Υπηρεσίας Επιδημιολογικών Στοιχείων του Αμερικανικού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων και συνάδελφοί του διεξήγαγαν μια μελέτη για τους παράγοντες που ώθησαν τους ασθενείς με ηπατίτιδα C να υποβληθούν σε εξέταση πριν από τις νέες συστάσεις.
Οι ερευνητές ανέλυσαν τα στοιχεία των συμμετεχόντων στην κλινική μελέτη ομάδας ασθενών με χρόνια ηπατίτιδα C, η οποία παρακολουθεί τους ασθενείς με επιβεβαιωμένη χρόνια ηπατίτιδα Β ή C, οι οποίοι λαμβάνουν ιατρική φροντίδα σε τέσσερα ολοκληρωμένα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης στο Ντιτρόιτ, στη Χονολουλού, στο Ντάνβιλ, στην Πενσυλβανία, στο Πόρτλαντ και στο Όρεγκον.
Ανάμεσα σε 12.529 ενήλικες με ηπατίτιδα C, οι οποίοι πληρούσαν τα κριτήρια ένταξης σε θεραπεία, οι 10.380 τυχαιοποιήθηκαν για την ανάλυση. Μετά τον αποκλεισμό των 1.451 ατόμων που απεβίωσαν και των 828 με τους οποίους δεν κατέστη δυνατή η επικοινωνία, τα υπόλοιπα 8.101 άτομα ρωτήθηκαν μέσω ταχυδρομείου ή τηλεφώνου κατά τη διάρκεια της περιόδου 2011-2012.
Οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να επιλέξουν από μια λίστα που απαριθμούσε τους λόγους για τους οποίους πρέπει να υποβληθούν σε εξέταση για την ηπατίτιδα C, όπου οι απαντήσεις ήταν ομαδοποιημένες σε τέσσερις κατηγορίες. Οι λόγοι δεν αλληλοαποκλείονταν και οι ερωτηθέντες μπορούσαν να επιλέξουν περισσότερους από έναν:
• Ενδείξεις κινδύνου του Αμερικανικού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές του 1998, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης ενέσιμων ναρκωτικών ή της αιμοκάθαρσης.
• Κλινικές ενδείξεις, συμπεριλαμβανομένων μη φυσιολογικών δοκιμασιών ηπατικής λειτουργίας (αυξημένη ασπαρτική και αλανινική αμινοτρανσφεράση (AST, ALT)) ή συμπτωμάτων που σχετίζονται με το ήπαρ όπως κοιλιακό άλγος ή ίκτερος (κιτρίνισμα του δέρματος και των ματιών που οφείλεται σε αυξημένα επίπεδα χολερυθρίνης).
• Θεσμικές απαιτήσεις, συμπεριλαμβανομένων των εξετάσεων πριν από την αιμοδοσία, ως τυπικό προσόν για την ασφάλιση υγείας, ή ως προαπαίτηση των φυλακών, των εργοδοτών, των σχολείων και του στρατού.
• Διάφοροι άλλοι λόγοι, συμπεριλαμβανομένων των συστάσεων από τους γιατρούς ή τους συζύγους, της σεξουαλικής επαφής με ένα άτομο με ηπατίτιδα C, που κατάγεται από μια χώρα όπου η ηπατίτιδα C είναι ενδημική ή υπάρχει βάσιμη υπόνοια ότι είχε εκτεθεί στην ηπατίτιδα C.
Συνολικά 4.689 ασθενείς με ηπατίτιδα C (58%) ανταποκρίθηκαν στην έρευνα. Η μεγάλη πλειονότητα των ερωτηθέντων (78%) είχαν γεννηθεί μεταξύ του 1945 και του 1965. Περισσότεροι από τους μισούς (56%) ήταν άνδρες, το 73% ήταν λευκοί και το 19% ήταν αφροαμερικανοί.
Οι 4.689 συμμετέχοντες στην έρευνα ανέφεραν συνολικά 7.649 λόγους για να υποβληθούν στην αρχική εξέταση της ηπατίτιδας C.
Πάνω από το 60% δήλωσαν ότι η αρχική εξέταση έγινε στο ιατρείο του γιατρού τους. Άλλοι ανέφεραν μονάδες ιατρικών εξετάσεων όπως σταθμοί αιμοδοσίας, δημόσιες κλινικές ή κλινικές ειδικών παθήσεων, υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης και εγκαταστάσεις νοσηλείας, όπως νοσοκομεία.
Περίπου το 45% των ερωτηθέντων αναφέραν ότι οι κλινικές ενδείξεις ήταν ένας λόγος για να υποβληθούν σε εξέταση, όπου ο πιο συνηθισμένος λόγος ήταν οι μη φυσιολογικές δοκιμασίες ηπατικής λειτουργίας (71%).
Επιπλέον, το 37% των ερωτηθέντων ανέφεραν ότι ο γιατρός τους τούς συνέστησε να υποβληθούν σε εξέταση για την ηπατίτιδα C, το 22% δήλωσαν ότι εξετάστηκαν επειδή είχαν παραδοσιακούς παράγοντες κινδύνου (με συντριπτική πλειοψηφία τη χρήση ενέσιμων ναρκωτικών κατά 94%) και το 17% ανέφεραν λόγους θεσμικών απαιτήσεων.
Εξετάζοντας μόνο την υποομάδα των ερωτηθέντων που γεννήθηκαν μεταξύ 1945 και 1965, τα ποσοστά αυτών που ανέφεραν τους συγκεκριμένους λόγους υποβολής σε εξέταση ήταν παρόμοια: 47, 36, 21 και 17%, αντίστοιχα.
Τα εν λόγω πορίσματα υποδηλώνουν ότι «πολλές λοιμώξεις από τον ιό της ηπατίτιδας C εντοπίστηκαν μόνο αφού ο ασθενής είχε εκδηλώσει συμπτώματα», συμπέρασμα στο οποίο κατέληξαν και οι συντάκτες της μελέτης. Επίσης, οι συντάκτες πρόσθεσαν ότι «επειδή ένα σημαντικό ποσοστό των λοιμώξεων από τον ιό της ηπατίτιδας C εντοπίστηκε μετά από τις εξετάσεις για κλινικές ενδείξεις και ελάχιστοι ασθενείς ανέφεραν τις ενδείξεις κινδύνου του Αμερικανικού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές του 1998 ως λόγο για την υποβολή σε αρχική εξέταση, τα εν λόγω στοιχεία, εκτός από την υποβολή σε εξέταση βάσει της έκθεσης σε παράγοντες κινδύνου, υποστηρίζουν περαιτέρω τη σύσταση του Αμερικανικού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων για την υποβολή σε εξέταση όλων των ατόμων που γεννήθηκαν την περίοδο 1945-1965».
Επιπροσθέτως, οι συντάκτες συνιστούν ότι «Η προώθηση των συστάσεων της Αμερικανικής Υπηρεσία Πρόληψης και του Αμερικανικού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων για τις στρατηγικές υποβολής σε εξέταση και εντοπισμού του ιού της ηπατίτιδας C που βοηθούν τους γιατρούς να εφαρμόσουν στα ιατρεία τους την εξέταση για την ηπατίτιδα C, θα μπορούσε να διευκολύνει τον έγκαιρο εντοπισμό της λοίμωξης από τον ιό της ηπατίτιδας C και τη μείωση της νοσηρότητας και της θνησιμότητας». «Εκτός από την αύξηση των ποσοστών εξέτασης για την ηπατίτιδα C στα ιατρεία, είναι πιθανό και άλλοι χώροι να συμβάλλουν σημαντικά στην αύξηση του αριθμού των ατόμων με ηπατίτιδα C, οι οποίοι εξετάζονται για την ηπατίτιδα C και απευθύνονται στα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης.»
Παραπομπή
Boscarino J και λοιποί. « Χώροι και λόγοι για την αρχική εξέταση για τη λοίμωξη από τον ιό της ηπατίτιδας C – μελέτη ομάδας ασθενών με χρόνια ηπατίτιδα, Ηνωμένες Πολιτείες, 2006-2010». Εβδομαδιαία Έκθεση Νοσηρότητας και Θνησιμότητας, 2013.