Ο συνδυασμός των τριών αντιιικών φαρμάκων άμεσης δράσης που αναπτύχθηκε από την Bristol-Myers Squibb θεράπευσε τη χρόνια ηπατίτιδα C σε πάνω από το 90% των ασθενών που είχαν λάβει προηγούμενη θεραπεία κατά τη διεξαγωγή μελέτης ενδιάμεσου σταδίου, του Gregory Everson του Πανεπιστημίου του Κολοράντο, η οποία αναφέρθηκε στο «Συνέδριο Ήπατος 2013», το 64ο ετήσιο συνέδριο της Αμερικανικής Ένωσης για τη Μελέτη των Ηπατικών Νοσημάτων (AASLD) στην Ουάσιγκτον, Π.Κ., τη Δευτέρα.
Ο θεραπευτικός συνδυασμός αποδείχθηκε εξίσου αποτελεσματικός σε άτομα με ηπατίτιδα C γονότυπου 1α και 1β.
Η Bristol-Myers Squibb είναι μία από τις πολυάριθμες φαρμακευτικές εταιρείες που εργάζονται για να αναπτύξουν ένα εξαιρετικά αποτελεσματικό συνδυασμό από του στόματος αντιικών φαρμάκων άμεσης δράσης που μπορούν να χρησιμοποιηθούν χωρίς ιντερφερόνη για τη θεραπεία της λοίμωξης από ηπατίτιδα C που διαρκεί από 12 έως 24 εβδομάδες. Η τρέχουσα θεραπεία της ηπατίτιδας C αποτελείται από πεγκυλιωμένη ιντερφερόνη και ριμπαβιρίνη σε συνδυασμό με έναν αναστολέα πρωτεάσης, και διαρκεί 24 έως 48 εβδομάδες.
Οι συνδυασμοί χωρίς ιντερφερόνη περιέχουν φάρμακα τα οποία προσβάλλουν διάφορα στάδια του ιικού κύκλου ζωής της ηπατίτιδας C, με αποτέλεσμα την άμεση διακοπή ή μείωση του πολλαπλασιασμού του ιού, επιτρέποντας την ταχεία αποβολή της ηπατίτιδας C από το ήπαρ και το αίμα.
Οι AbbVie, Boehringer Ingelheim, Gilead Sciences και Merck, επίσης, παρουσίασαν στοιχεία για την πρόοδο των δικών τους θεραπευτικών συνδυασμών χωρίς ιντερφερόνη στο συνέδριο της Αμερικανικής Ένωσης για τη Μελέτη των Ηπατικών Νοσημάτων του τρέχοντος έτους.
Ο πρώτος συνδυασμός χωρίς ιντερφερόνη είναι πιθανό να λάβει έγκριση κυκλοφορίας για τη θεραπεία της ηπατίτιδας C γονότυπου 2 και 3, το Δεκέμβριο του 2013 (συνδυασμός sofosbuvir και ριμπαβιρίνης, που παρασκευάζεται από την Gilead Sciences).
Η Bristol-Myers Squibb αναπτύσσει ένα συνδυασμό σταθερής δόσης φαρμάκων που περιέχουν τρεις κατηγορίες. Το Daclatasvir, έναν αναστολέα NS5A δραστικό κατά όλων των γονότυπων, ο οποίος συνδυάζεται με asunaprevir, έναν αναστολέα πρωτεάσης δραστικό κατά των γονότυπων 1, 4, 5 και 6, και το BMS-791325, έναν μη-νουκλεοσιδικό αναστολέα πολυμεράσης δραστικό κατά των γονότυπων 1, 3, 4, 5 και 6. Ο συνδυασμός σταθερής δόσης είναι σχεδιασμένος να δοσολογείται δύο φορές την ημέρα.
Ο Gregory Everson παρουσίασε τα προσωρινά αποτελέσματα μιας μελέτης σύγκρισης δόσεων φάσης IIβ που σχεδιάστηκε για να συγκρίνει δύο δόσεις του BMS-791325 (75mg και 150mg) για τους σκοπούς της επιλογής μιας δόσης για τις μελέτες φάσης III.
Στη μελέτη συμμετείχαν ασθενείς που είχαν λάβει προηγούμενη θεραπεία και οι οποίοι έπασχαν από λοίμωξη γονότυπου 1. Το εννέα τοις εκατό των ασθενών είχαν κίρρωση και οι εν λόγω ασθενείς κατανεμήθηκαν ομοιόμορφα ανάμεσα στα δύο σκέλη της μελέτης. Οι ασθενείς κατηγοριοποιήθηκαν επίσης ανάλογα με το γονότυπο 1α και 1β. Ογδόντα ασθενείς συμμετείχαν στο σκέλος που λάμβανε δόση των 75 mg και ογδόντα έξι στο σκέλος που λάμβανε δόση των 150mg.
Ογδόντα δύο τοις εκατό των ασθενών είχαν ηπατίτιδα C γονότυπου 1α και 38% έπασχαν από ηπατική νόσο (στάδιο ίνωσης F3 ή F4, σύμφωνα με μέτρηση ελαστογραφίας (Fibroscan)).
Δώδεκα εβδομάδες μετά την ολοκλήρωση της θεραπείας, οι 71 από τους 77 (92,2%) συμμετέχοντες στο σκέλος που λάμβανε δόση των 75mg και οι 77 από τους 84 (91,7%) συμμετέχοντες στο σκέλος που λάμβανε δόση των 150mg είχαν μια παρατεταμένη ιολογική ανταπόκριση (ΠΙΑ 12 εβδομάδων). Τρεις ασθενείς δεν κατάφεραν να συνεχίσουν την παρακολούθηση μετά την ολοκλήρωση της θεραπείας. Έξι περιπτώσεις ιολογικής αποτυχίας σημειώθηκαν στο σκέλος ασθενών που λάμβαναν τη δόση των 75mg (2 ιολογικές διαφυγές και 4 υποτροπές μετά τη θεραπεία) και πέντε στο σκέλος ασθενών που λάμβαναν τη δόση των 150mg (3 ιολογικές διαφυγές και 2 ιολογικές υποτροπές). Όλες οι ιολογικές υποτροπές εμφανίστηκαν εντός τεσσάρων εβδομάδων από την ολοκλήρωση της θεραπείας.
Οι δύο δόσεις κατέδειξαν ισοδύναμη αποτελεσματικότητα σε όλες τις υπο-ομάδες (υπο-ομάδες γονότυπου 1α και 1β, γονότυπου IL28B CC και μη CC) με την εξαίρεση των ασθενών με κίρρωση, όπου η δόση των 75mg συσχετίστηκε με υψηλότερο ποσοστό ΠΙΑ (100 έναντι 71%) που οφείλεται σε διακοπή της θεραπείας και ιολογική διαφυγή.
Ο θεραπευτικός συνδυασμός ήταν καλά ανεκτός. Ένας ασθενής σε κάθε σκέλος διέκοψε τη θεραπεία λόγω ανεπιθύμητων ενεργειών (καρκίνος και σοβαρό σφίξιμο στο λαιμό). Ένας ασθενής βίωσε αύξηση ηπατικών ενζύμων βαθμού 3 (AST), η οποία κανονικοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της θεραπείας.
Η πλέον συχνή παρενέργεια ήταν κεφαλαλγία (24,7%), διάρροια (15,1%), κόπωση (11,4%) και ναυτία (10,2%), όπου καμία εκ των οποίων δεν ήταν σοβαρή.
Η δόση των 75mg του BMS-791352 θα πρέπει τώρα να χρησιμοποιηθεί ως μέρος του θεραπευτικού συνδυασμού τριών φαρμάκων σε μελέτες φάσης III.