Σχεδόν το 10% των οροθετικών ανδρών προσβλήθηκαν από τον ιό της ηπατίτιδας C (HCV) για δεύτερη φορά μετά την αποβολή του ιού, εκ των οποίων ορισμένοι είχαν προσβληθεί από τρίτη και τέταρτη λοίμωξη επίσης, σύμφωνα με τα πορίσματα του Ευρωπαϊκού Δικτύου Θεραπείας του AIDS (NEAT) που παρουσιάστηκαν στο 14ο Ευρωπαϊκό Συνέδριο για το AIDS αυτό το μήνα στις Βρυξέλλες.
Από το 2000 περίπου, οι ερευνητές έχουν αναφέρει επεισόδια προφανώς σεξουαλικά μεταδιδόμενης οξείας ηπατίτιδας C μεταξύ των οροθετικών ανδρών που έχουν σεξουαλικές σχέσεις με άνδρες σε μεγάλες πόλεις, πρώτα στο Ηνωμένο Βασίλειο και την ηπειρωτική Ευρώπη, στη συνέχεια στην Αυστραλία και στις ΗΠΑ. Οι παράγοντες που σχετίζονται με την μετάδοση του ιού της ηπατίτιδας C, οι οποίοι διαφέρουν μεταξύ των μελετών, περιλαμβάνουν πρωκτική επαφή, ικανοποίηση με το χέρι, ομαδικό σεξ, παρουσία άλλων σεξουαλικά μεταδιδόμενων λοιμώξεων και χρήση μη ενέσιμων ψυχαγωγικών ναρκωτικών.
Έως και το ένα τέταρτο των ασθενών με οξεία λοίμωξη από τον ιό της ηπατίτιδας C απέβαλλαν τον ιό χωρίς θεραπεία, ενώ το υπόλοιπο ανέπτυξαν χρόνια ηπατίτιδα C που διαρκεί περισσότερο από έξι μήνες. Η αυθόρμητη αποβολή είναι λιγότερο συχνή (περίπου 15 έως 20%) μεταξύ των οροθετικών. Η θεραπεία με βάση την ιντερφερόνη είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική κατά τη διάρκεια της οξείας λοίμωξης. Ωστόσο, οι ασθενείς που αποβάλλουν τον ιό της ηπατίτιδας C με φυσικό τρόπο ή με θεραπεία παραμένουν ευαίσθητοι στην επαναλοίμωξη.
Ο Patrick Ingiliz από το Ιατρικό Κέντρο Ειδικών Λοιμώξεων και οι συνάδελφοι ερευνητές με την ομάδα μελέτης του NEAT εξέτασαν τα ποσοστά της επαναλοίμωξης από τον ιό της ηπατίτιδας C μεταξύ των οροθετικών ατόμων στο Ηνωμένο Βασίλειο, την Αυστρία και τη Γερμανία.
Η ανάλυση περιελάμβανε 646 άνδρες με HIV που εξετάστηκαν σε έξι κέντρα του NEAT από το 2002, οι οποίοι είχαν οξεία ηπατίτιδα C είτε με αυθόρμητη αποβολή (12%) ή με ίαση προκύπτουσα από θεραπεία (88%). Οι άνδρες με δεύτερη ή επακόλουθη λοίμωξη του ιού της ηπατίτιδας C συμπεριλήφθηκαν στην ανάλυση.
Η επαναλοίμωξη ορίστηκε ως το ανιχνεύσιμο RNA του ιού της ηπατίτιδας C μετά από επιβεβαιωμένη αυθόρμητη αποβολή (αρνητικό RNA της ηπατίτιδας C στις 24 εβδομάδες μετά τη διάγνωση) ή που εμφανίζεται σε περισσότερο από 24 εβδομάδες μετά την παρατεταμένη ιολογική ανταπόκριση (ΠΙΑ) στη θεραπεία, ή ως λοίμωξη με ένα διαφορετικό γονότυπο ή κλάδο από την αρχική λοίμωξη.
Συνολικά, 113 άνδρες (18%) είχαν χαρακτηριστεί ως έχοντες τουλάχιστον ένα δεύτερο επεισόδιο της λοίμωξης από τον ιό της ηπατίτιδας C, που συνέβη κατά μέσο όρο 162 εβδομάδες μετά το πρώτο. Σχεδόν όλοι ήταν ομοφυλόφιλοι ή αμφιφυλόφιλοι άνδρες με μέση ηλικία 38 ετών και σχεδόν οι μισοί εξ αυτών είχαν την ευνοϊκή παραλλαγή του γονιδίου IL28B τύπου «CC». Έπασχαν από καλά ελεγχόμενη νόσο HIV, με το 67% να λαμβάνουν αντιρρετροϊκή θεραπεία (ART), οι μισοί να έχουν μη ανιχνεύσιμο ιικό φορτίο, και ο μέσος όρος αυτών να παρουσιάζει ένα επίπεδο του CD4 από 538 κύτταρα ανά mm3. Ο πιο κοινός γονότυπος της ηπατίτιδας C ήταν ο γονότυπος 1 (71%), ακολουθούμενος από το γονότυπο 4 (17%) και το γονότυπο 3 (11%), όπου το 45% των ασθενών εμφάνισαν αλλαγή στους γονότυπους της ηπατίτιδας C μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης λοίμωξης.
Δεκαεννέα συμμετέχοντες είχαν ένα τρίτο επεισόδιο της λοίμωξης από τον ιό της ηπατίτιδας C, που συμβαίνει κατά μέσο όρο 122 εβδομάδες μετά τη δεύτερη διάγνωση. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το 81% ήταν λοιμώξεις γονότυπου 1, το 13% ήταν λοιμώξεις γονότυπου 4 και το 6% ήταν λοιμώξεις γονότυπου 3, όπου στους μισούς συμμετέχοντες επήλθε αλλαγή από τον προηγούμενο γονότυπό τους.
Υπήρχαν τρεις ασθενείς που παραλίγο να προσβληθούν για τέταρτη φορά, γεγονός που συμβαίνει κατά μέσο όρο, 52 εβδομάδες μετά την τρίτη διάγνωση. Δύο είχαν γονότυπο 1 και ένας είχε γονότυπο 4, όπου οι δύο στους τρεις παρουσίασαν αλλαγή στους γονότυπους.
Ενώ το 12% των συμμετεχόντων είχαν αυθόρμητα αποβάλει τον ιό της ηπατίτιδας C και το 88% είχαν επιτύχει ΠΙΑ με τη θεραπεία μετά την πρώτη λοίμωξη, το 17% παρουσίασαν αυθόρμητη αποβολή της δεύτερης λοίμωξης, το 47% απέβαλαν την τρίτη λοίμωξη και το 33% απέβαλαν την τέταρτη λοίμωξη.
Οι περισσότεροι ασθενείς που δεν απέβαλαν αυθόρμητα τον ιό της ηπατίτιδας C υποβλήθηκαν σε θεραπεία με πεγκυλιωμένη ιντερφερόνη και ριμπαβιρίνη. Δύο έλαβαν επίσης τελαπρεβίρη (Incivo ή INCIVEK) και ένας έλαβε επίσης simeprevir (έναν πειραματικό αναστολέα της πρωτεάσης της ηπατίτιδας C).
Το ποσοστό ΠΙΑ για τη θεραπεία της δεύτερης λοίμωξης ήταν 45%, όπου το 19% αντιπροσώπευε όσους δεν ανταποκρίθηκαν στη θεραπεία (περίπου το 15% ήταν ακόμη σε θεραπεία ή σε παρακολούθηση μετά τη θεραπεία). Τα ποσοστά θεραπείας εμφανίστηκαν χαμηλότερα κατά τη διάρκεια του τρίτου και τέταρτου επεισοδίου, αλλά οι αριθμοί ήταν μικρότεροι και κάποιοι από τους συμμετέχοντες δεν είχαν ακόμα τα αναμενόμενα δεδομένα ΠΙΑ.
Ο αριθμός των CD4 και η χρήση αντιρρετροϊκής θεραπείας δεν προβλέπουν αυτόματη αποβολή της δεύτερης λοίμωξης. Όσοι ασθενείς κατάφεραν να αποβάλλουν τον ιό ήταν πιο πιθανό να έχουν την ευνοϊκή παραλλαγή του γονιδίου IL28B (71 έναντι 44%) και είχαν χαμηλότερο RNA της ηπατίτιδας C και υψηλότερη αμινοτρανσφεράση της αλανίνης (ALT), αλλά καμία από αυτές τις διαφορές δεν εξασφάλισε στατιστική σημαντικότητα. Ο μόνος σημαντικός προγνωστικός δείκτης ήταν η αποβολή της πρώτης λοίμωξης, η οποία εμφανίστηκε στο 32% όσων κατάφεραν να αποβάλλουν τη δεύτερη λοίμωξη και στο 9% όσων δεν κατάφεραν να αποβάλλουν τη λοίμωξη.
Εξετάζοντας το τρίτο επεισόδιο, όσοι απέβαλαν αυθόρμητα τον ιό καθώς και όσοι δεν τον απέβαλαν ήταν εξίσου πιθανό να έχουν παραλλαγή IL28B τύπου «CC» (50% έκαστος) και το RNA της ηπατίτιδας C ήταν υψηλότερο μεταξύ όσων απέβαλαν τον ιό, αν και δεν είναι τόσο σημαντικό. Όσοι απέβαλαν παλαιότερα τον ιό ήταν και πάλι πιο πιθανό να αποβάλλουν την επακόλουθη λοίμωξη του (το 33% όσων απέβαλαν την τρίτη λοίμωξη έναντι του 10% όσων δεν κατάφεραν να την αποβάλλουν), αλλά αυτή τη φορά η διαφορά δεν ήταν στατιστικά σημαντική.
«Επιβεβαιώνουμε τα υψηλά ποσοστά επαναλοίμωξης από τον ιό της ηπατίτιδας C στους οροθετικούς άνδρες που έχουν σεξουαλικές σχέσεις με άνδρες με ένα θεραπευμένο επεισόδιο της ηπατίτιδας C,» καταλήγουν οι ερευνητές. «Τα ποσοστά αυθόρμητης αποβολής του ιού φαίνεται να αυξάνουν με επεισόδια επαναλοίμωξης … Η αυθόρμητη αποβολή προηγούμενου επεισοδίου αυξάνει την πιθανότητα εκ νέου αποβολής».
«Παρατηρήσαμε επαναλοιμώξεις με τον ίδιο ή με διαφορετικό γονότυπο της ηπατίτιδας C, και δεν ανακαλύψαμε κανένα αποδεικτικό στοιχείο προστασίας του ανοσοποιητικού κατά την επαναλοίμωξή του με τον ίδιο γονότυπο,» πρόσθεσαν.
«Η κατανόηση των συμπεριφορών κινδύνου και η προώθηση στρατηγικών για την αποφυγή του κινδύνου θα είναι σημαντικά στοιχεία για την πρόληψη επαναλοιμώξεων σε αυτό τον πληθυσμό», συνέστησαν οι ερευνητές.